- κατανέγνων
- κατά-ἀναγιγνώσκωknow wellaor ind act 3rd pl (epic doric aeolic)κατά-ἀναγιγνώσκωknow wellaor ind act 1st sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
καταναγιγνώσκω — (Α) διαβάζω από την αρχή ώς το τέλος («κατανέγνων γὰρ αὐτοῡ πᾱσαν τὴν ἱστορίαν», Αθἡν.) … Dictionary of Greek